Πάντα, έχω να λέω ότι οι γιαγιάδες είναι σαν τα χρυσάνθεμα, καθώς ιστορίες λένε ότι αυτά αντιπροσωπεύουν τη διασκέδαση, τη γενναιοδωρία και τη φιλικότητα. Όπως και οι γιαγιάδες. Όπως και η καρδιά τους.
Πάντα, έχω να λέω για τη δική μου γιαγιά, ότι αυτή θα είναι πάντα η βασίλισσα στο παραμύθι της ζωής μου. Και η αυλή της, αυτή η παραδοσιακή, θα είναι για πάντα το βασίλειο μου.
Θυμάμαι, σαν χθες, τα γουρλωμένα μάτια της να χάνονται στην αυλή της. Αυτή την παραδοσιακή, με την σκούπα αναποδογυρισμένη στον τοίχο, την υπαίθρια βρύση της, τα ρούχα της απλωμένα και ανακατωμένα στην παλιά απλώστρα. Και εγώ κάπου κοντά της να προσπαθώ κάθε φορά να «χωρέσω» στο μυαλό της.
Και αυτά τα χέρια της… Τα γερασμένα, τα πονεμένα, πάντα μ’ ένα σμιλί και μια κουβαρίστρα να την ηρεμούν από τον πόνο και τα βάσανά της.
Η παραδοσιακή αυλή της γιαγιάς θα είναι πάντα το «βασίλειό» μου. Και η γιαγιά… η βασίλισσα.
Στην αυλή, λοιπόν. Εκεί που περπατούσαμε ξιπόλητοι. Εκεί που λουζόμασταν με λάστιχο τα καλοκαίρια. Εκεί που το μαχαλεπί γινόταν ένα με τον ιδρώτα του καλοκαιριού.
Εκεί. Στην αυλή. Εκεί που γράφτηκαν ιστορίες. Καλές, κακές, στραβές και ανάποδες. Εκεί. Στην αυλή. Στην καρτερική αυλή.
Ώσπου και έφυγε η γιαγιά. Και «πέταξε». Μα η αυλή, μένει ακόμα ζωντανή. Τι βασίλειο, άλλωστε, θα είναι όταν πάψουν όμορφοι άνθρωποι να το «αγκαλιάζουν»;
Μα η αυλή, μένει και θα μένει ζωντανή. Φωνές παιδικές, γέλια, χαμόγελα και κουβέντες. Στην καρέκλα της γιαγιάς, πίνοντας καφέ στο ποτήρι της γιαγιάς και η μορφή της στον καναπέ που συνήθιζε να κάθεται… ακόμα εκεί.
Όλα εκεί, και πάντα εκεί!
Εξάλλου, αυτός πρέπει να είναι ο στόχος ολονών. Να γράφουμε, να μεταφέρουμε και να θυμόμαστε τα όμορφα της εποχής. Τα «αθώα» τότε χρόνια. Ξιπόλητοι και ανέμελοι. Στην Κύπρο μας, στο χωριό μας, στον τόπο μας.
Γράφει η Χριστίνα Γεωργίου