Θα έλεγε κανείς, ότι η κυπριακή διάλεκτος είναι και θα είναι πάντα μία ζωντανή γλώσσα με τη δική της ταυτότητα και ιστορία. Δεν είναι απλώς μια «παραλλαγμένη» γλώσσα, αλλά ένα κομμάτι της ψυχής και της καθημερινότητας των Κυπρίων, που εκφράζει με ξεχωριστό τρόπο μεταξύ άλλων, τα συναισθήματα και την κυπριακή κουλτούρα.
Πολλές από τις λέξεις που προφέρουμε σε συζητήσεις μας, προσφέρουν μία ζεστασιά και χαλαρότητα που επιβεβαιώνουν μία «ασφάλεια» και «σταθερότητα» του ξεχωριστού χαρακτήρα της κυπριακής μας κουλτούρας. Αναρωτήθηκε κανείς, τι λένε αυτοί που μιλούν διαφορετική γλώσσα από εμάς, όταν μας ακούν να συζητούμε; Ας διαβάσουμε παρακάτω έξι λέξεις που αποδεικνύουν ότι τα κυπριακά είναι – ίσως – η πιο «αστεία» διάλεκτος!
Πουλλαόφωνος
Αναφέρεται στο άτομο το οποίο μιλά με λεπτή φωνή. Συνήθως ακούγεται μετά από συναυλία, όταν δεν μας άρεσε ο τραγουδιστής/τρια ή όταν κάποιο άτομο φωνάξει δυνατά και υψώσει τον τόνο της φωνής του απότομα. «Επήαμεν στη συναυλία, αλλά ήταν τελείως πουλλαόφωνος ο τραγουδιστής».
Κατρατζύλι
Ονομάζεται αλλιώς, η τσουλήθρα και χρησιμοποιείται όταν κάποιος πέσει από ψηλά, π.χ από το κρεβάτι ή από κάποια σκάλα. Λέμε, συνήθως, «επήεν κατρατζύλι», δηλαδή κύλησε κάποιος προς τα κάτω. «Επήεν κατρατζύλι που την σκάλα την ώρα που μπογιάτιζε τον τοίχο».
Μαστραππάς
Η συγκεκριμένη λέξη αναφέρεται σε κάποιο μεταλλικό δοχείο. Οι γιαγιάδες και οι παππούδες μας χρησιμοποιούσαν τον μαστραππά, βάζοντας νερό μέσα για να το ρίχνουν στο κορμί τους ώστε να κάνουν το μπάνιο τους ή να ποτίσουν κάτι. Σήμερα, λέμε, «φέρε τον μαστραππά, να ποτίσω τα λουλούδια μας».
Λυσσιοπινώ
Τις περισσότερες φορές, η συγκεκριμένη λέξη χρησιμοποιείται όταν κάποιος «πεθαίνει» της πείνας. «Έφαα τον κόσμο σήμερα. Λυσσιοπίνασα επειδή δεν έφαα καλό πρωινό».
Λαφαζάνης
Όταν κάποιο άτομο είναι υπερβολικό στις συζητήσεις του, ωραιοποιεί καταστάσεις και παρουσιάζει κάποιος γεγονότα ως πραγματικότητα για να εντυπωσιάσει, ενώ στην τελική ισχύει το αντίθετο, χαρακτηρίζεται ως λαφαζάνης. «Εν πολλά λαφαζάνης τούτος δίπλα στην παρέα. Πάντα έτσι μιλά;»
Καρκασαλλίκκι
Η λέξη αυτή χρησιμοποιείται όπου υπάρχει δυνατή μουσική, χορός, φωνές και γενικά φασαρία. «Έχει πολλήν καρκασαλλίκκι δίπλα ο γείτονας. Έχει πάρτι;»
Υπάρχουν άπειρες λέξεις στην κυπριακή διάλεκτο που σιγουρότατα γεμίζουν εκατοντάδες βιβλία. Η διάλεκτός μας, παρόλο που αλλάζει χρόνο με τον χρόνο και επηρεάζεται από πολλά και διάφορα που συμβαίνουν γύρω μας, ένα είναι το σίγουρο· πως η μοναδικότητά της δεν θα χαθεί ποτέ, όσο υπάρχουν άνθρωποι σε όλες τις γωνιές της Κύπρου μας, που την κρατάνε φυλακτό αλλά την ίδια ώρα τη χρησιμοποιούν με περηφάνια στην καθημερινότητά τους.
Γράφει η Χριστίνα Γεωργίου
