Τι γίνεται όταν περπατάς στο πεζοδρόμιο με προορισμό το σουπερμάρκετ της γειτονιάς και το μάτι σου πέφτει πάνω σ’ ένα πανέρι γεμάτο σύκα που «λιάζονται» μέχρι να γίνουν παστά;
Τις προάλλες, λοιπόν, σε μια γειτονιά της Ξυλοφάγου, σε μια παραδοσιακή αυλή, η παλιά γενιά συνάντησε τη νέα.
Η γιαγιά Κικκού καθόταν έξω στην αυλή και έβλεπε τηλεόραση.
«Γιαγιά», της φωνάζω. «Έλα να μου μιλήσεις για τα παστόσυκα. Θα σου τραβήξω και φωτογραφία, αν είσαι εντάξει».
«Καλό – καλό», μου είπε. Αν και μου ξεστόμισε πως δεν φορούσε καλά ρούχα και τα μαλλιά της δεν ήταν περιποιημένα, δεν μου αρνήθηκε. Αντιθέτως χαμογέλασε και μου είπε, «δεν πειράζει, όμως», «έλα δα να σου πω».
«Μου έφεραν οι κοπελλούες σύκα τζαι ήταν βαροψημένα. Τζαι τα έγυρα τζαι εγώ πας το πανέρι. Τα αφήνω πέντε – έξι μέρες ώσπου να στεγνώσουν. Μετά θα τα πλύνω, τζαι τα βάλλω μες το αλεύρι. Τζαι μετά, θα είναι έτοιμα για να τα φάμε».
Αμέσως, είδα τα μάτια της να λάμπουν, σαν να στράφηκε στο παρελθόν. Όπως τότε, που καθόντουσαν όλες οι γειτόνισσες στο στενό και περνούσε η ώρα με κουβέντες και διάφορες δικές τους ασχολίες.
Οι γιαγιάδες και οι παππούδες σε κάθε γωνιά της Κύπρου μας, έχουν πολλά να μας πουν.
Ας μαζέψουμε όλα όσα θυμούνται και όλα όσα έχουν και θέλουν να μας πουν. Ίσως, με τις γνώσεις τους να καταφέρουμε να γράψουμε το πιο μεγάλο βιβλίο αφιερωμένο σ’ αυτούς!
Γράφει η Χριστίνα Γεωργίου